- κρουνίσκος
- κρουνίσκος, ὁ (Α)1. κρουνίον*2. ο μικρός σωλήνας τής κλεψύδρας («ἐν ἀρχῇ τῆς ἀφέσεως τοῡ κρουνίσκου ἐκέλευον τὸν ῥήτορα λέγειν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + υποκορ. κατάλ. -ίσκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρουνίσκος — cock masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνίσκοι — κρουνίσκος cock masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνίσκον — κρουνίσκος cock masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνίσκου — κρουνίσκος cock masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek